- ἀγλαόπεπλος
- ἀγλαό-πεπλος, ον,A beautifully veiled, Q.S.11.240.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγλαόπεπλος — ἀγλαόπεπλος, ον (Α) αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πέπλος] … Dictionary of Greek
ἀγλαόπεπλος — beautifully veiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)